Stencil



Περιμένεις σιωπηλός στο δωμάτιο σου, έτσι είναι αυτά, θέλουν το χρόνο τους. Μόνο ο ακατέργαστος ήχος ενός κοπιδιού που χαράζει μια πλαστική ζελατίνα πάνω από χαρτόνια σκίζει την σιωπή. Γυρνάς συνεχώς, αλλάζεις πλευρά, η κάθε σου κίνηση είναι μετρημένη. Νοιώθεις σαν να ετοιμάζεις ένα μεγάλο κόλπο, ένα γερο ριφιφί. Δεν ξέρεις μέχρι που μπορείς να φτάσεις. Κόβεις ασταμάτητα! το χέρι σου αρχίζει να τρέμει, ξέρεις καλά τι πας να κάνεις. Ασύμμετρα σχήματα ξεπηδούν συνεχώς πάνω στο πάτωμα, αποκομμένα. Η ώρα περνάει, τα παντζούρια σου είναι κλειστά, οι γονείς σου πρέπει να έχουν αποκοιμηθεί. Αφουγκράζεσαι για λίγο και δεν υστερείς στο να καταλάβεις ότι απέξω δεν υπάρχει ζωή. Είσαι μόνος σου πια. Ή μάλλον όχι απολύτως μόνος. Καθώς κλειδώνεις την πόρτα πίσω σου, ταράζεις για δευτερόλεπτα την διακριτική σιωπή με έναν ήχο που αντηχεί στους κενούς ορόφους της πολυκατοικίας και έπειτα πνίγεται. Μια μπίλια που κυλάει σε ένα μεταλλικό κύλινδρο, κολυμπώντας μέσα σε χρώματα.
Ξεχύνεσαι στο δρόμο, τρέχοντας σε ατέρμονα πεζοδρόμια, ήδη αρχίζεις να λαχανιάζεις. Σιωπή παντού. Τρέχεις, τρέχεις αδιάκοπα, ενώ την νεκρική σιγή σπάει η μπίλια που κουβαλάς στο μικρό σακίδιο στην πλάτη. Ένας νεαρός τρέχει λαχανιασμένος στους δρόμους μιας πόλης που κοιμάται, τρέχοντας με ένα σακίδιο, μια μπίλια και ένα ρολό πλαστικής ζελατίνας στο χέρι. Τρέχει να ξυπνήσει μια πόλη, μια συνείδηση, έναν κόσμο ολόκληρο. Θέλει απλά να ζωγραφίσει.
Τα πόδια σου κουράστηκαν, το καταλαβαίνεις και ο ίδιος πια. Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη. Και ενώ τείνεις να ξεφύγεις από τους βασανιστικούς σου στοχασμούς ο δρόμος σε φέρνει σ’ αυτό που έψαχνες, αυτό που αναζητούσες τόση ώρα. Τα χέρια σου τώρα ψηλαφίζουν τον τοίχο. Κοιτάς πόσο άσχημα ορθώνεται μέσα στη γκρίζα απόχρωση της καταραμένης πόλης σου. Μέσα σου δεν σκέφτεσαι πολλά, είναι τόσο δύσκολο όσο εύκολο κι αν ακούγεται. Τρέφεις μια ιδιαίτερη σχέση με τον τοίχο. Σε αδειάζει, σε εκνευρίζει, σε αποξενώνει σε κάνει να νοιώθεις βλάκας. Βάψε τον!
Η εύκαμπτη ζελατίνα φλερτάρει με τον τοίχο, το φερμουάρ της τσάντας σου ανοίγει και η μπογιά στο χέρι σου αδημονεί να έρθει σε επαφή με τους άλλους δύο. Φωνάζει σαν μικρό παιδί εγκλωβισμένο μέσα στα κάγκελα του σχολείου βλέποντας άλλα παιδιά να παίζουν. Ελεύθερα! « Τι πας να κάνεις εκεί ρε κωλόπαιδο; » Δεν απαντάς, κοιτάς τον τοίχο… « Σου μιλάω ρε! δεν ακούς ; » Τώρα γυρίζεις. Το βλέμμα σου σε φέρνει σε έναν νεοφιλελεύθερο, ενάρετο πραίτορα. Εκείνος όπως πάντα βγάζει τα γυαλιά του. Τα βάζει στην τσέπη του. Κοιτάς παραπέρα εκεί που βρίσκεται ένα περιπολικό σταματημένο στη μέση του δρόμου. Μπροστά σου στέκεται εκείνος. Με το αρρωστημένο υφάκι του και τα μπατζάκια της στολής του να ξεχειλίζουν από εξουσία και αντρίλα. « Σε ρώτησα τι κάνεις εδώ! » Ο νους σου είναι στον τοίχο. Εσύ ταξιδεύεις ενώ εκείνος θα μένει ακόμα εκεί, ψιθυρίζεις…
… « Τέχνη »


Ρωμανός Παπαζώτος
Μουσικό Λύκειο Αλίμου